- αμφίτριψ
- ἀμφίτριψ (-ιβος), ο (Α)1. ο τριμμένος ολόγυρα2. (για πρόσωπα) ευτελής, κάθαρμα (πρβλ. περίτριμμα*).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -τριψ < τρίβω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek